- προσαρτώμαι
- προσαρτώμαι, προσαρτήθηκα, προσαρτημένος βλ. πίν. 61
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραρράπτομαι — Α [ράπτω] παθ. 1. ράβομαι σαν κρόσι κατά μήκος μιας επιφάνειας, προσαρτώμαι κάπου με ραφή 2. (για επιδέσμους) ράβομαι πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
προσίζω — Α 1. (για ικέτη) έρχομαι και κάθομαι κοντά («πάγον προσίζειν τῶν δ ἀγωνίων θεῶν», Αισχύλ.) 2. ησυχάζω, ηρεμώ («ἡ δὲ μέλιττα μόνον πρὸς οὐδὲν προσίζει σαπρόν», Αριστοτ.) 3. προσκολλώμαι, προσαρτώμαι σε κάτι 4. μτφ. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό … Dictionary of Greek
προσαρτώ — προσαρτῶ, άω, ΝΑ προσδένω ή συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συνάπτω, προσκολλώ («τοὺς ἐγχωρίους μόλυβδον πρὸς τοῑς ὀϊστοῑς προσαρτῶντας τοξεύοντας καταβάλλειν», Αριστοτ.) νεοελλ. καθιστώ μία περιοχή τμήμα τού κράτους μου, κάνω προσάρτηση ξένου εδάφους… … Dictionary of Greek
προσπαραφύομαι — Α προσαρτώμαι, προσκολλώμαι στην πλευρά κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παραφύομαι «βλαστάνω παραπλεύρως»] … Dictionary of Greek
συνυπόκειμαι — Α [ύπόκειμαι] 1. (κυρίως για έγγραφο) προσαρτώμαι επιπροσθέτως 2. επιτρέπω να αναληφθεί κάτι επί πλέον … Dictionary of Greek